Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

Ο διπλωμάτης

Η βροχή έπεφτε ψιλή ψιλή πάνω στο παρ-πριζ του C3. Οι υαλοκαθαριστήρες έκαναν το χρέος τους αργά και σταθερά συμβάλλοντας με τον ιδιαίτερο μονότονο ήχο τους στο κλίμα του βροχερού απογεύματος στο κέντρο της Αθήνας. Κίνηση και σημειωτόν πορεία στην καθ’ όλα υπέροχη Βασιλίσσης Σοφίας...απέναντί μας το Σύνταγμα φάνταζε υπέροχο, αριστερά μας η Βουλή επιβλητική, εντυπωσιακή κι όπως πάντα καλόγουστα φωτισμένη ενώ ακριβώς μπροστά μας το πολυτελές ξενοδοχείο της Grande Bretagne φορούσε κλασικά άρωμα δυτικής ευρωπαϊκής πρωτεύουσας...
Το φαγητό στην ταβέρνα του Κολωνακίου στην Πατριάρχου Ιωακείμ είχε αφήσει στο στομάχι μας μια αίσθηση γλυκού κορεσμού και στο στόμα μας μια γεύση ικανοποίησης από καλομαγειρεμένα εδέσματα ωσάν σπιτικά, ‘’της μαμάς’’. Τα τελευταία είχαν διαδοχικά συνοδευτεί κι από πάστες σοκολατίνες από το διπλανό ακριβώς ζαχαροπλαστείο της σικάτης αθηναϊκής συνοικίας.


Οδηγούσες προσεχτικά, με το πόδι επίμονα στο φρένο. Το μποτιλιάρισμα δε σου επέτρεπε να προχωρήσεις πιο γρήγορα. Τα ΙΧ έσμιγαν συχνά μεταξύ τους, μερικές φορές επικίνδυνα και προκλητικά. Έριχνα αδιάφορα το βλέμμα μου από δω κι από κει, απολάμβανα την ομορφιά της πόλης χωρίς να βιάζομαι καθόλου να καταλήξουμε στο μετρό όπου θα χωρίζαμε πηγαίνοντας ο καθένας σπίτι του ή αλλιώς από κει που ήρθε.
Τα αυτοκίνητα κατέκλυζαν το δρόμο, δίνοντας μάχη για λίγη προώθηση. Άλλα με αθηναϊκές πινακίδες, άλλα με επαρχιακές...έμοιαζαν όλα τους με κομματάκια από το ίδιο ψηφιδωτό μοντέρνας αφηρημένης τέχνης...


Κάποια στιγμή κι ενώ το φανάρι της Πανεπιστημίου μας είχε αιχμαλωτίσει για λίγα λεπτά, η ματιά μου μαγνητίστηκε από ένα αλλιώτικο όχημα. Πανάκριβο, με τζάμια φιμέ, ίσα που διέκρινα ότι μέσα, στο πίσω κάθισμα υπήρχε άνθρωπος. Αμέσως κατάλαβα ότι θα επρόκειτο για κάποιο ‘’επίσημο’’ ή αλλιώς διακεκριμένο πρόσωπο. Υπέθεσα δε ότι το αμάξι του θα είχε αλεξίσφαιρα παράθυρα για λόγους ασφαλείας. Κοίταξα τις πινακίδες του-τι άλλο;-για να εξακριβώσω κατά μία έννοια την ταυτότητα του μεταφορικού μέσου. Αμέσως διαπίστωσα ότι τα στοιχεία του δεν ήταν ούτε της πόλης μας ούτε κάποιας άλλης εντός Ελλάδος ή εξωτερικού. Παρατήρησα τα αρχικά ΔΣ και χωρίς να τα επεξεργαστώ σε ρώτησα σχεδόν με παιδική αφέλεια:

-Μα τι αρχικά ειν’ αυτά; Τι σημαίνει ΔΣ;
-Διπλωματικό σώμα...

μου απάντησες και συνέχισες την αγωνιώδη σου πορεία μέχρι την πλατεία. Θυμήθηκα που η μητέρα σου είχε βλέψεις για μια λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα…έλπιζε ότι θα εξελισσόσουνα μετά τη λήψη του μεταπτυχιακού σου από το πολιτικό της Νομικής σε διπλωμάτη εργαζόμενο πότε στη μία και πότε στην άλλη πρεσβεία του κόσμου αποκτώντας μοναδικές εμπειρίες και κερδίζοντας απίστευτα χρήματα. Όνειρα θερινής νυκτός…αλλά και ποτέ δεν είναι αργά…


Τα αλάρμ άναψαν έξω ακριβώς από τη Μεγάλη Βρετάνια. Αποβιβάστηκα από το αυτοκίνητο βιαστική αφού πρώτα έλεγξα ότι δε διερχόταν άλλο αμάξι. Σε αποχαιρέτησα επίσης αγχωμένα ενώ την ώρα που σου έκραζα ‘’θα σου στείλω μήνυμα’’ τα μάτια μου έπεσαν στον πορτιέρη του ξενοδοχείου. Η στολή του ήταν μακριά και στενή με κυρίαρχο το σκούρο πράσινο χρώμα. Το καπέλο του-ασορτί με το όλο ένδυμα-ήταν επίσης μακρόστενο και αστείο. Έμοιαζε με καπέλο ταχυδακτυλουργού που κάνει ‘’μαγικά’’ κι αποκαλύπτει μέσα από κει άσπρα κουνέλια! Η BMW σταμάτησε ακριβώς έξω από το ξενοδοχείο, ο διπλωμάτης κατευθύνθηκε προς την είσοδο όπου ο πορτιέρης του άνοιξε ευγενικά σχεδόν υποτακτικά την πόρτα καλησπερίζοντάς τον.


Έτρεξα σύντομα στο μετρό καθώς η βροχή δε μου άφηνε πολλά περιθώρια για κανονικό περπάτημα. Κατέβηκα τα σκαλιά που γλίστραγαν και κάνοντας δεξιά στάθηκα μπροστά στο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων. Έβγαλα απ’ την τσέπη ακριβώς ογδόντα λεπτά, έριξα τα κέρματα ένα προς ένα μέσα στο αδηφάγο σιδερένιο κουτί, έλαβα το ενιαίο μου εισιτήριο, το επικύρωσα στα γνωστά μηχανάκια που λειτουργούν σαν να φτύνουν και στράφηκα προς την κυλιόμενη σκάλα με κατεύθυνση τον Άγιο Αντώνιο και προσωπικό σταθμό την Αττική.


Το απρόσωπο πλήθος στεκόταν όρθιο αναμένοντας το συρμό. Άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί, ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του. Χαμένη στις σκέψεις μου ήμουν κι εγώ, θυμόμουν διαρκώς το διπλωμάτη. Το πώς κατόρθωσε να φτάσει ως εκεί, το τι υψηλή ποιότητα ζωής θα απολάμβανε, το τι σπουδές θα είχε ακολουθήσει, το πόσο σπάνιος άνθρωπος ήταν, το πόσο σημαντικός θα ήταν για το υπουργείο εξωτερικών αλλά και για τον εαυτό του. Άνθρωπος ζηλευτός, επιτυχημένος, ώριμος, αυτό που λέμε φτασμένος αλλά ίσως και μόνος, χωρίς οικογένεια ή διαζευγμένος ακριβώς λόγω των πολλών επαγγελματικών υποχρεώσεων αλλά και συνεχών μετακινήσεων κι απουσιών…


Έφτασα σπίτι τρία τέταρτα μετά ταλαιπωρημένη από την ορθοστασία μέσα στα μέσα μεταφοράς, καθώς μετά το μετρό χρησιμοποίησα τρένο και συνέχεια πήρα ταξί από το Ηράκλειο μέχρι το σπίτι. Άνοιξα την πόρτα με το κλειδί κι είδα τον πατέρα μου ξαπλωμένο στον καναπέ να βλέπει τηλεόραση. Τον ρώτησα τυπικά τι κάνει και στη συνέχεια πέρασα στην κουζίνα παρότι ήμουν σκασμένη από φαγητό και δεν είχα όρεξη για τίποτα. Η μητέρα μου, όπως πάντα σπιτόγατα, φρουρός της οικογενείας, περίμενε πότε θα γυρίσω έτοιμη πάντα να με ρωτήσει αδιάκριτα κάθε λεπτομέρεια για το πώς είχα περάσει το απόγευμά μου μετά τη δουλειά.


Της έδωσα το κουτάκι με την παστούλα –ποντικάκι που της είχες πάρει δώρο. Ο ενθουσιασμός ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της ενώ η λαιμαργία της την οδήγησε στην δίχως αναβολή κατανάλωση του γλυκού… Ξαναμπήκα στο σαλόνι όπου τεντωνόταν ο πατέρας μου. Ήταν πλήρως αφοσιωμένος στις ειδήσεις των οχτώ. Με ρώτησε εντελώς άχρωμα αν είμαι καλά. Δε με κοίταξε καν…Έτσι έκανε από τότε που ήμουν μικρή.


Στο μυαλό μου στριφογύριζε ο διπλωμάτης. Μου χε γίνει έμμονη εικόνα η γκρίζα του καμπαρτίνα, τα τετράγωνα γυαλιά μυωπίας που φορούσε, ο δερμάτινος καφέ χαρτοφύλακας που κρατούσε...το καθώς πρέπει ύφος που άρμοζε στο προφίλ του.


Σου έστειλα μήνυμα να δω αν έφτασες καλά. Μου είπες ότι βρήκες κίνηση στη Βουλιαγμένης.


Ο πατέρας μου δεν έχανε ποτέ τις ειδήσεις των οχτώ κι όχι μόνο… γενικά δεν έχανε τις ειδήσεις. Τον ρώταγα συχνά πώς μπορεί κι αφιερώνει τόσο χρόνο στα παράθυρα των πολτικών που τσακώνονται και βρίζονται εις τέρψη του όχλου. Μου απαντούσε πάντα ότι ‘’αυτοί’’ αποφασίζουν για μας, για το μέλλον μας και τη μοίρα μας κι ότι έπρεπε πάντα να τους παρακολουθούμε και να ακούμε με ενδιαφέρον τι λένε.
Πάντα τον κέντριζε η πολιτική, όπως κι εσένα. Είχε κι έχει απίστευτες πολιτικές γνώσεις. Αν του χε δοθεί η ευκαιρία θα χε σπουδάσει το δίχως άλλο το ίδιο αντικείμενο με σένα στην Πάντειο. Ίσως να ταν το μόνο σενάριο που επιθυμούσε για τον εαυτό του. Ένα πτυχίο πολιτικών επιστημών και μια σταδιοδρομία στην πολιτική πιθανόν σε κάποιο κόμμα. Ακολούθησες κι εσύ κάποτε αυτό το μονοπάτι μα δε σ’ έβγαλε εκεί που θα ήθελες.
-Απόψε είδα ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος…
-Ναι, ε;
-Συγκλονιστική η ζωή ενός διπλωμάτη, ε;
-Για να γίνεις διπλωμάτης οφείλεις να σαι τουλάχιστον 40 ετών! Και σίγουρα δεν αρκεί ένα πτυχίο μόνο…
-Ναι, αλλά και τι ζωή κάνεις…Σίγουρα όχι μίζερη με 1000 ευρώ το μήνα. Κι ούτε τρέχεις κάθε μέρα μες το μετρό σα σαρδέλα.
-Πού τον είδες;
-Στη Βασιλίσσης κοντά στο Σύνταγμα.


Της Μαρίνας Αποστόλου
apostoloumarina@yahoo.gr